- ὑπεξαίρουσι
- ὑπό-ἐξαίρωlift uppres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ὑπό-ἐξαίρωlift uppres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπεξαιροῦσι — ὑπεξαιρέω take away from below pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπεξαιρέω take away from below pres ind act 3rd pl (attic epic doric) ὑπεξαιρέω take away from below pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξαιρώ — ὑπεξαιρῶ, έω, ΝΑ [ἐξαιρῶ] (στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. βγάζω από… … Dictionary of Greek